- δερβίσης
- derviş
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
δερβίσης — Λέξη περσικής προέλευσης (προέρχεται, πιθανώς, από τις λέξεις ντερ = πόρτα και βις = κοίτασμα, και σημαίνει ζητιάνος που στέκει στην πόρτα ή που γυρίζει από πόρτα σε πόρτα, αλλά η ετυμολογία αυτή είναι αμφίβολη) με την οποία σε πολλές χώρες του… … Dictionary of Greek
δερβίσης — ο (λ. τουρκ.), μουσουλμάνος καλόγερος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Пападиамандис, Александрос — Александрос Пападиамандис греч. Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης … Википедия
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
δερβίσικος — και ντερβίσικος, η, ο [δερβίσης] Ι. 1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε δερβίση 2. ο θαρραλέος II. επίρρ. δερβίσικα 1. με τρόπο που ταιριάζει σε δερβίση 2. θαρραλέα … Dictionary of Greek
ντερβίσης — ο (Μ ντερβίσης και τερβίσης) βλ. δερβίσης … Dictionary of Greek
φακίρης — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται στην Ινδία διάφοροι ασκητές που επιδιώκουν να κερδίσουν την αγιότητα υποβάλλοντας τον εαυτό τους σε στερήσεις. Ζουν από τις ελεημοσύνες των πιστών, δεν εργάζονται, δεν παντρεύονται και το μοναδικό ρούχο που… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Μεβλεβήδες — Ισλαμικό τάγμα μοναχών δερβίσηδων. Ιδρύθηκε στο Ικόνιο στα τέλη του 13ου αι. από τον Πέρση ποιητή Τζαλάλ αντ Ντιν αρ Ρουμί. Ο Τσελεπής, δηλαδή ο μέγας δερβίσης του τάγματος, είχε το προνόμιο να παραδίδει στους σουλτάνους της Τουρκίας το ξίφος… … Dictionary of Greek
Ραζαλί, Αμπού-Χαμίντ-Μουχάμαντ-αλ — (1058 – 1111). Είναι γνωστός και με το όνομα Αλγκαζέλ. Μουσουλμάνος φιλόσοφος. Δίδαξε νομικά στη Βαγδάτη. Έγραψε λίβελους εναντίον των Ισμαηλιτών, οι οποίοι είχαν δολοφονήσει τον Νιζάμ αλ Μουλκ (1095). Αρχικά ήταν σκεπτικιστής, μετά όμως στράφηκε … Dictionary of Greek